- πεζοναυτικός
- η , ό[ν] относящийся к морской пехоте;
πεζοναυτικο άγημα — десант морской пехоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεζοναυτικο άγημα — десант морской пехоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πεζοναυτικός — ή, ό [πεζοναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες 2. αυτός που αποτελείται από πεζοναύτες («πεζοναυτικά αγήματα») … Dictionary of Greek
πεζοναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζοναύτες: Πεζοναυτικά γυμνάσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)